- 'ξαποθνήσκων
- ἐξαποθνήσκων , ἐκ-ἀποθνήσκωdiepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαποθνήσκω — ἐξαποθνῄσκω (AM) στους κωμ. ποιητ. αντί αποθνῄσκω πεθαίνω («ἤν ὁ πατὴρ ἐμοὶ διδῷ τὰ χρήματα νόθῳ ξαποθνῄσκων», Αριστοφ.) μσν. λιποθυμώ και η μτχ. ἐξαποθαμένος λιπόθυμος … Dictionary of Greek